Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα αγρόκτημα σε μια ξένη χώρα, πολύ μακριά, ζούσε ένα γουρουνάκι που ήταν διαφορετικό από όλα τα άλλα γουρούνια γύρω του. Ήταν διαφορετικό από όλα τα άλλα γουρούνια γιατί ήταν χτυπητό πράσινο. Ένα πράσινο που φωσφορίζει, ας πούμε. Λοιπόν, στο γουρουνάκι άρεσε στ’ αλήθεια που ήταν πράσινο. Όχι πως δεν του άρεσε το χρώμα των κανονικών γουρουνιών, το ροζ του φαινόταν ωραίο κι αυτό, αλλά αυτό που του άρεσε ήταν, του άρεσε που ήταν λίγο διαφορετικό, λίγο παράξενο. Στα άλλα γουρούνια γύρω του δεν τους άρεσε που ήταν πράσινο όμως. Ζήλευαν και το ταλαιπωρούσαν και του έκαναν τη ζωή δύσκολη και όλη αυτή η φασαρία έσπασε τα νεύρα των χωρικών και σκέφτηκαν «Χμμ, μάλλον πρέπει να κάνουμε κάτι γι’ αυτό». Κι έτσι μια νύχτα, πού όλα τα γουρούνια είχαν αποκοιμηθεί έξω στα χωράφια, πήγαν σιγά – σιγά και άρπαξαν το πράσινο γουρουνάκι και το έφεραν πίσω στο στάβλο, και το γουρουνάκι στρίγγλιζε και όλα τα άλλα γουρούνια το κορόιδευαν. Και όταν οι χωρικοί το πήγαν στον στάβλο, να τι έκαναν, άνοιξαν ένα μεγάλο δοχείο με μια ειδική ροζ μπογιά και το βούτηξαν μέσα ώσπου έβαψε ολόκληρο από τα πόδια μέχρι το κεφάλι και δεν έμεινε ούτε ίχνος πράσινου, και το κράτησαν ακίνητο ώσπου να στεγνώσει. Και το ειδικό αυτής της ροζ μπογιάς ήταν ότι δεν έβγαινε ποτέ και δεν μπορούσε να βαφτεί άλλο χρώμα από πάνω. Και το πράσινο γουρουνάκι είπε « Ω, σε παρακαλώ Θεέ μου, σε παρακαλώ μην τους αφήσεις να με κάνουν σαν τα άλλα. Είμαι ευτυχισμένο που είμαι λίγο παράξενο». Αλλά ήτα πολύ αργά, η μπογιά είχε στεγνώσει, και οι χωρικοί το έστειλαν πίσω στα χωράφια, και όλα τα ροζ γουρούνια το κορόιδευαν καθώς πέρασε και πήγε να καθίσει στο αγαπημένο του κομματάκι από γρασίδι, και προσπαθούσε να καταλάβει γιατί ο Θεός δεν είχε ακούσει τις προσευχές του, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει και έκλαιγε ώσπου το πήρε ο ύπνος, και ούτε τα χιλιάδες δάκρυά του δεν μπόρεσαν να ξεπλύνουν την τρομερή ροζ μπογιά, γιατί δεν έβγαινε ποτέ και δε βαφόταν από πάνω. Και το πήρε ο ύπνος.
Εκείνη τη νύχτα όμως, καθώς όλα τα γουρούνια στα χωράφια είχαν αποκοιμηθεί, κάτι παράξενα, παράξενα σύννεφα καταιγίδας άρχισαν να μαζεύονται ψηλά και άρχισε να βρέχει, σιγανά στην αρχή αλλά μετά όλο και πιο δυνατά. Όμως αυτή δεν ήταν συνηθισμένη βροχή, ήταν μια πολύ ειδική πράσινη βροχή, πηχτή σχεδόν σαν μπογιά και όχι μόνο αυτό, είχε και κάτι άλλο ιδιαίτερο. Δεν έβγαινε ποτέ και δε βαφόταν από πάνω. Και όταν ξημέρωσε και η βροχή είχε σταματήσει και όλα τα γουρούνια ξύπνησαν, ανακάλυψαν ότι όλα ανεξαιρέτως είχαν γίνει χτυπητά πράσινα. Όλα ανεξαιρέτως εκτός, φυσικά, από το παλιό πράσινο γουρουνάκι, που ήταν τώρα ροζ γουρουνάκι, που πάνω του η παράξενη βροχή δεν είχε σταθεί εξαιτίας της μπογιάς με την οποία το είχαν βάψει οι χωρικοί νωρίτερα και που δεν μπορούσε να ξαναβαφτεί. «Αξανάβαφτη μπογιά». Και καθώς κοιτούσε την περίεργη θάλασσα από πράσινα γουρούνια γύρω του, που τα περισσότερα έκλαιγαν σαν μωρά, χαμογέλασε, και ευχαρίστησε την καλή του τύχη, και ευχαρίστησε τον Θεό, γιατί ήξερε πως ήταν ακόμη, και θα ήταν πάντα, λιγάκι παράξενο.
Μάρτιν ΜακΝτόνα